- παγκρατιαστής
- παγκρατιαστής (Α) [παγκρατιάζω]αθλητής τού παγκρατίου («παγκρατιασταίἀθληταὶ πύκται)αρχ.ως κύριο όν. Παγκρατιαστήςτίτλος κωμωδιών τού Αλέξιδος και τού Φιλήμονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγκρατιαστής — one who practises the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιασταῖς — παγκρατιαστής one who practises the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιασταί — παγκρατιαστής one who practises the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστοῦ — παγκρατιαστής one who practises the masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστῇ — παγκρατιαστής one who practises the masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστήν — παγκρατιαστής one who practises the masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστῶν — παγκρατιαστής one who practises the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστά — παγκρατιαστά̱ , παγκρατιαστής one who practises the masc nom/voc/acc dual παγκρατιαστής one who practises the masc voc sg παγκρατιαστής one who practises the masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστικός — παγκρατιαστικός, ή, όν (Α) [παγκρατιαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.) 2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής. επίρρ... παγκρατιαστικῶς (Α) με την παγκρατιαστική τέχνη … Dictionary of Greek
παγκρατιαστάς — παγκρατιαστά̱ς , παγκρατιαστής one who practises the masc acc pl παγκρατιαστά̱ς , παγκρατιαστής one who practises the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)